-
1 ἀκήν
ἀκήν (vgl. ἀκέων), still, schweigend, Hom. ἀκὴν ἴσαν Iliad. 4, 429; ἀκην ἔσαν Od. 2, 82. 4, 285; ἀκην ἐμεναι Od. 21, 239. 385; ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, sie wurden still, schwiegen, Iliad. 3, 95. 7, 92. 398. 8, 28. 9, 29. 430. 693. 10, 218. 313. 23, 676 Od. 7, 154. 8, 234. 11, 333. 13, 1. 16, 393. 20, 320; – Orph. Arg. 829; – die Gramm. nehmen es als accus. von ἀκή = ήσυχία, dah. sp. D. auch ἀκην ἔχειν, Mosch. 2, 18; Opp. Cyn. 1, 32. Vgl. ἀκᾶ.
-
2 σιωπή
σιωπή, ἡ, Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσϑαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαϑήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.
См. также в других словарях:
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek